ἁμαξήρης

ἁμαξήρης
ἁμαξ-ήρης, ες, ([etym.] Αρω)
A of or on a carriage, θρόνος, = δίφρος, A.Ag. 1054; τρίβος high-road, E.Or.1251.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαξήρης — ἁμαξήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα 2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁμαξήρη — ἁμαξήρης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁμαξήρης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁμαξήρης of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξήρους — ἁμαξήρης of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”